Ο Ουμπέρτο Έκο πέθανε χθες Παρασκευή περί τις 22:30 ώρα Ελλάδας στην
κατοικία του, ανέφερε στον ιστότοπό της η εφημερίδα La Repubblica, η
οποία επικοινώνησε με την οικογένειά του.
«Ο κόσμος έχασε έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού. Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο» έγραψε η La Repubblica.
«Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε μια σημαντική παρουσία στην ιταλική πολιτιστική ζωή των τελευταίων 50 ετών, αλλά το όνομά του παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο, σε διεθνές επίπεδο, με την τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του 'Το όνομα του Ρόδου'» ανέφερε, μεταξύ άλλων, η Corriere della Sera.
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου» πώλησε 9.000.000 αντίτυπα μεταφράστηκε σε 43 γλώσσες. και τον έκανε γνωστό ανά τον κόσμο.
Μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1986 από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζαν-Ζακ Ανό, με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι, στον ρόλο του αδελφού Γουλιέλμου της Μπάσκερβιλ, πρώην ιεροεξεταστή που αναλαμβάνει να ερευνήσει τον ύποπτο θάνατο ενός μοναχού σε ένα αβαείο της βόρειας Ιταλίας.
Εκτός από συγγραφέας, ο Ουμπέρτο Έκο ήταν σημειωτιστής, φιλόσοφος και κριτικός λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932.
Λέγεται ότι το επώνυμο Εκο προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων Ex Coelis Oblatus, που σημαίνει στα λατινικά «θεϊκό δώρο».
Με πιέσεις του πατέρα του, ακολούθησε αρχικά σπουδές Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, αλλά τις εγκατέλειψε για να παρακολουθήσει μαθήματα στο τμήμα Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας, ενώ στη συνέχεια έκανε το διδακτορικό του στη Φιλοσοφία. Στη διάρκεια των σπουδών του έπαψε να πιστεύει στο Θεό και εγκατέλειψε την Καθολική εκκλησία.
Κατείχε την έδρα του καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ήταν ιδρυτής του Τμήματος Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου του Σαν Μαρίνο.
Ο Έκο είχε εξηγήσει πως ασχολήθηκε αργά με την λογοτεχνία διότι θεωρούσε τη συγγραφή μυθιστορημάτων ενασχόληση για παιδιά, κάτι «που δεν έπαιρνε στα σοβαρά».
Μετά Το όνομα του Ρόδου, ο Έκο δημοσίευσε μεταξύ άλλων Το εκκρεμές του Φουκώ (1988), Το νησί της προηγούμενης μέρας (1994), και τη Μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λοάνα (2004). Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, Φύλλο μηδέν (2014), η πλοκή εκτυλίσσεται στον κόσμο του ιταλικού Τύπου τη δεκαετία του 1990.
Έγραψε παράλληλα δεκάδες δοκίμια, επιδεικνύοντας συχνά μια τάση εκλεκτικισμού, για τη μεσαιωνική αισθητική, την ποιητική του Τζέιμς Τζόις, τον Τζέιμς Μποντ, την ιστορία της ομορφιάς αλλά και της ασχήμιας.
Στην επαγγελματική του ζωή αρχικά ακολούθησε τη δημοσιογραφία και ανέλαβε τη θέση του διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση (RAI). Εμεινε στη RAI μέχρι το 1959 και όταν έχασε τη δουλειά του άρχισε να ασχολείται περισσότερο με τη συγγραφή και τις διαλέξεις.
Ο Έκο γνώριζε πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά απέσπασε πολλές τιμητικές διακρίσεις.
Ζούσε σε ένα δαιδαλώδες διαμέρισμα στο Μιλάνο, όπου είχε μια βιβλιοθήκη 30.000 τόμων, και στο εξοχικό του στο Ρίμινι, ένα μεγάλο ιστορικό κτήμα στο οποίο παλιά στεγαζόταν σχολείο Ιησουιτών.
Η ευρύτητα του πνεύματός του δεν τον εμπόδιζε να εξετάζει με κριτική ματιά την εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας. «Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων», είχε πει, όπως υπενθύμισε η εφημερίδα Il Messaggero.
«Ο κόσμος έχασε έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού. Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο» έγραψε η La Repubblica.
«Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε μια σημαντική παρουσία στην ιταλική πολιτιστική ζωή των τελευταίων 50 ετών, αλλά το όνομά του παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο, σε διεθνές επίπεδο, με την τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του 'Το όνομα του Ρόδου'» ανέφερε, μεταξύ άλλων, η Corriere della Sera.
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου» πώλησε 9.000.000 αντίτυπα μεταφράστηκε σε 43 γλώσσες. και τον έκανε γνωστό ανά τον κόσμο.
Μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1986 από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζαν-Ζακ Ανό, με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι, στον ρόλο του αδελφού Γουλιέλμου της Μπάσκερβιλ, πρώην ιεροεξεταστή που αναλαμβάνει να ερευνήσει τον ύποπτο θάνατο ενός μοναχού σε ένα αβαείο της βόρειας Ιταλίας.
Εκτός από συγγραφέας, ο Ουμπέρτο Έκο ήταν σημειωτιστής, φιλόσοφος και κριτικός λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932.
Λέγεται ότι το επώνυμο Εκο προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων Ex Coelis Oblatus, που σημαίνει στα λατινικά «θεϊκό δώρο».
Με πιέσεις του πατέρα του, ακολούθησε αρχικά σπουδές Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, αλλά τις εγκατέλειψε για να παρακολουθήσει μαθήματα στο τμήμα Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας, ενώ στη συνέχεια έκανε το διδακτορικό του στη Φιλοσοφία. Στη διάρκεια των σπουδών του έπαψε να πιστεύει στο Θεό και εγκατέλειψε την Καθολική εκκλησία.
Κατείχε την έδρα του καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ήταν ιδρυτής του Τμήματος Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου του Σαν Μαρίνο.
Ο Έκο είχε εξηγήσει πως ασχολήθηκε αργά με την λογοτεχνία διότι θεωρούσε τη συγγραφή μυθιστορημάτων ενασχόληση για παιδιά, κάτι «που δεν έπαιρνε στα σοβαρά».
Μετά Το όνομα του Ρόδου, ο Έκο δημοσίευσε μεταξύ άλλων Το εκκρεμές του Φουκώ (1988), Το νησί της προηγούμενης μέρας (1994), και τη Μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λοάνα (2004). Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, Φύλλο μηδέν (2014), η πλοκή εκτυλίσσεται στον κόσμο του ιταλικού Τύπου τη δεκαετία του 1990.
Έγραψε παράλληλα δεκάδες δοκίμια, επιδεικνύοντας συχνά μια τάση εκλεκτικισμού, για τη μεσαιωνική αισθητική, την ποιητική του Τζέιμς Τζόις, τον Τζέιμς Μποντ, την ιστορία της ομορφιάς αλλά και της ασχήμιας.
Στην επαγγελματική του ζωή αρχικά ακολούθησε τη δημοσιογραφία και ανέλαβε τη θέση του διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση (RAI). Εμεινε στη RAI μέχρι το 1959 και όταν έχασε τη δουλειά του άρχισε να ασχολείται περισσότερο με τη συγγραφή και τις διαλέξεις.
Ο Έκο γνώριζε πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά απέσπασε πολλές τιμητικές διακρίσεις.
Ζούσε σε ένα δαιδαλώδες διαμέρισμα στο Μιλάνο, όπου είχε μια βιβλιοθήκη 30.000 τόμων, και στο εξοχικό του στο Ρίμινι, ένα μεγάλο ιστορικό κτήμα στο οποίο παλιά στεγαζόταν σχολείο Ιησουιτών.
Η ευρύτητα του πνεύματός του δεν τον εμπόδιζε να εξετάζει με κριτική ματιά την εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας. «Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων», είχε πει, όπως υπενθύμισε η εφημερίδα Il Messaggero.