Το ναζιστικό Ράιχ έχοντας αποτύχει το Δεκέμβριο του 1941 να εκπορθήσει τη Μόσχα, επέστρεφε με στόχο την πόλη που έφερε το όνομα του Σοβιετικού ηγέτη. Η κατάληψή του θα σήμανε την οριστική αποκοπή της ΕΣΣΔ από το ευρωπαϊκό της τμήμα, και θα άνοιγε το δρόμο για την ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου και τα πλούσια πετρελαϊκά αποθέματα του. Εκτός, όμως, από τους πρακτικούς λόγους που υπήρχαν, μια ενδεχόμενη νίκη των Γερμανών θα αποτελούσε τεράστια ιδεολογική γροθιά του ναζισμού στον σταλινισμό.
Το καλοκαίρι του 1942 ξεκίνησε η ευρείας κλίμακας επιθετική επιχείρηση της Βέρμαχτ, με την κωδική ονομασία «Υπόθεση Μπλε». Η ομάδα στρατιών «Β» με αιχμή του δόρατος την 6η στρατιά του Φρίντριχ Πάουλους, είχε επιφορτιστεί με την κατάληψη του Στάλινγκραντ. Στον Βασίλι Τσούικωφ και στην 62η σοβιετική στρατιά χρεώθηκε το τιτάνιο έργο υπεράσπισης της πόλης.
Όλα ξεκίνησαν με καλούς οιωνούς για τις γερμανικές δυνάμεις, καθώς ο Κόκκινος Στρατός υποχωρούσε διαρκώς. Ο Στάλιν σε μια κίνηση εμψύχωσης του δοκιμαζόμενου λαού του αποφασίζει να παραμείνει και διατάσσει να σκάψουν χαρακώματα.
Στις 23 Αυγούστου ο Πάουλους αποστέλλει μια τεράστια δύναμη stukas να ισοπεδώσουν την πόλη. Μέσα σε 24 ώρες χάνουν τη ζωή τους 40.000 πολίτες. Ο Στάλιν, όμως, ήταν αποφασισμένος να αντισταθεί, με κάθε κόστος, και εκδίδει την περίφημη διαταγή 227: «Ούτε ένα βήμα πίσω. Ο Βόλγας έχει μια όχθη».
Ο Τσούικωφ διατάσσει, με τη σειρά του, την υποχώρηση των στρατευμάτων του, θέλοντας να παρασύρει τον εχθρό μέσα στα συντρίμμια, ώστε να διεξάγει οδομαχίες. Οι Γερμανοί πέφτουν στην παγίδα. Τα δυο μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της Βέρμαχτ, ο αιφνιδιασμός και η ευελιξία δίνουν τη θέση τους σε ένα πόλεμο φθοράς, ένα πόλεμο εκ του συστάδην, για τον οποίο δεν είχαν προετοιμαστεί.
Στις αρχές του Σεπτέμβρη τα πρώτα panzer εισέρχονται στην ερειπωμένη πόλη. Ήταν το σημείο στο οποίο ο πόλεμος θα γνώριζε την πιο φρικιαστική μορφή του. Οι Σοβιετικοί έχοντας μετατρέψει τα κτίρια, από πάνω έως κάτω, σε φρούρια «αστακούς», αναμετρούνταν για κάθε σπιθαμή γης, σε μια μάχη επιβίωσης δίχως αύριο. Τα πρώτα χρόνια του «αστραπιαίου πολέμου» που απαιτούσαν μερικές εβδομάδες για την κατάληψη ολόκληρων χώρων, είχαν περάσει ανεπιστρεπτί για τη Βέρμαχτ. Πλέον ένα κτίριο ήθελε μήνες να καταλειφθεί και θα άλλαζε έως και 15 φορές χέρια.
Οι δυο αντίπαλοι, στο βωμό της νίκης, επιστράτευσαν όλα τα μέσα που διέθεταν. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και ο ψυχολογικός πόλεμος. Τα μεγάφωνα που είχαν τοποθετήσει στην πόλη αναφωνούσαν κάθε μέρα:«Κάθε λεπτό που περνά πεθαίνει ένας Γερμανός στρατιώτης», με τους Γερμανούς να απαντούν: «Μπολσεβίκοι θα βγάζετε μπουρμπουλήθρες από τον πάτο του Βόλγα».
Ήταν επίσης η εποχή του Βασίλι Ζάιτσεφ, ενός βοσκού που από εκεί που κυνηγούσε ελάφια στα Ουράλια, αποστολή του πλέον ήταν να κυνηγά ναζί στην πρώτη γραμμή του πυρός. Ο Ζάιτσεφ σκοτώνει μέσα σε 10 ημέρες 40 Γερμανούς και γίνεται εθνικός ήρωας. Η σοβιετική ηγεσία το χρησιμοποιεί ως εργαλείο προπαγάνδας και το δημοσιοποιεί στις εφημερίδες. Μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες οι νεκροί από τους ελευθέρους σκοπευτές ανέρχονται σε χίλιους. Οι Γερμανοί τους αντιμετωπίζουν εξοπλίζοντας μηχανικούς με φλογοβόλα.
(Ο Βασίλι Ζάιτσεφ)
Το φθινόπωρο, ο Χίτλερ προτρέχοντας έσπευσε να πανηγυρίσει, διαπράττοντας ένα ολέθριο σφάλμα. Οι Γερμανοί είχαν υποτιμήσει το πείσμα των Σοβιετικών και το «στρατηγό» χειμώνα. Αν και είχαν κατακτήσει το 90% της ερειπωμένης πόλης, απομακρύνονταν ολοένα και περισσότερο από τις γραμμές του ανεφοδιασμού. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όμως καραδοκούσε στην απέναντι όχθη του Βόλγα, όπου εκεί ο Στρατάρχης Γκεόργκι Ζούκοφ συγκέντρωνε δύναμη ενός εκατομμυρίου ανδρών.
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 19 Νοεμβρίου 1942 όταν οι Σοβιετικοί έθεσαν σε εφαρμογή την επιχείρηση «Ουρανός». Εκμεταλλευόμενοι την «αχίλλειο πτέρνα» της διάταξης των γερμανικών δυνάμεων, πραγματοποίησαν επίθεση στα δύο ασθενή άκρα, που φυλάσσονταν από Ούγγρους, Ρουμάνους και Ιταλούς συμμάχους του Άξονα. Μέσα σε 5 ημέρες η 6η στρατιά περικυκλώθηκε από μια ατσάλινη μέγγενη. Ο Χίτλερ απορρίπτει τις συνεχείς εκκλήσεις του Πάουλους για υποχώρηση και δεσμεύεται για αποστολή ενισχύσεων.
( Η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού το Νοέμβριο του 1942)
Έως την ημέρα των Χριστουγέννων, με το θερμόμετρο να έχει ξεπεράσει τους -30°C, οι Γερμανοί στρατιώτες σκότωναν τα τελευταία άλογα που διέθεταν για να τραφούν. Στις 8 Ιανουαρίου καταφθάνει τελεσίγραφο για παράδοση ή ολοκληρωτική καταστροφή της 6ης στρατιάς. Ο Πάουλους επικοινωνεί για τελευταία φορά με το Βερολίνο. Η απάντηση που έλαβε ήταν η εξής:
«Παράδοση ανεπίτρεπτη. Έκτη στρατιά θα κρατήσει τις θέσεις της μέχρι ενός, μέχρι την τελευταία σφαίρα και με την ηρωική της αντίσταση θα προσφέρει μια αλησμόνητη συνεισφορά για την εγκαθίδρυση ενός αμυντικού μετώπου για τη σωτηρία του Δυτικού Κόσμου».
Παράλληλα τον προάγει σε στρατάρχη, επιδιώκοντας την αυτοκτονία του. Όμως, ο Γερμανός αξιωματικός, αυτή τη φορά, δεν επρόκειτο να ακολουθήσει τις εντολές. Στις 31 Ιανουαρίου διατάσει την παράδοση της 6η στρατιάς και παραδίνεται και ο ίδιος. Έως τις 2 Φεβρουαρίου είχε καμφθεί και η τελευταία εστία αντίστασης.
Ο απολογισμός* της μάχης του Στάλινγκραντ για τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, ήταν 450.000 νεκροί και τραυματίες. Από τους 91.000 αιχμάλωτους θα καταφέρουν να επιβιώσουν μόνο οι 6.000. Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους είχαν 500.000 νεκρούς και 650.000 τραυματίες.
Ο Τσούικωφ ήταν ο στρατηγός στον οποίο παραδόθηκε ο Γερμανικός Στρατός το 1945.Ο Πάουλους φυλακίστηκε μέχρι το τέλος του πολέμου και αφέθη ελεύθερος το 1953, όπου επέστρεψε στην ανατολική Γερμανία.
Η ήττα των Γερμανών στις όχθες του Βόλγα θα σηματοδοτούσε την αντιστροφή του πολέμου υπέρ της ΕΣΣΔ και τη μακρά πορεία του Κόκκινου Στρατού προς το Βερολίνο.
(Ο Στρατάρχης Πάουλους στα χέρια των Σοβιετικών)
[*Ο αριθμός των απωλειών δεν είναι απόλυτος καθώς οι απόψεις διίστανται]